διαχρωμία

διαχρωμία
η
τεχνική μετατροπής ασπρόμαυρης φωτογραφίας σε έγχρωμη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διαχρωμία — η (φωτογρ.) φωτογραφική μέθοδος περιορισμένης χρήσεως με την οποία στερεοποιείται το χρώμα μιας φωτογραφίας μετά από χρωματισμό της με στυπτηρία*, η μετατροπή μιας μαυρόασπρης φωτογραφίας σε έγχρωμη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”